- μοιρολόγος
- -α, -ο (Α μοιρολόγος, -ον)αυτός που λέγει τη μοίρα, που προλέγει τα μέλλοντα να συμβούναρχ.προφητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοιρολόγος — ο θηλ. α αυτός που λέει τη μοίρα, που προβλέπει τα μελλούμενα: Είχε προβλέψει την αρρώστια της μια μοιρολόγα γριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
FATA alicujus produci posse — si eius vicem subeat alter. velut hostia quaedam succidanea, Vett. persuasio fuit; Cuiusmodi superstitionis, falsissimae quidem, sed ex vero manantis, exempla non in Graecorum, et Romanorum solum historiis: sed et multarum aliarum gentium… … Hofmann J. Lexicon universale
Bertrand Bouvier — (* 6. November 1929 in Zürich) ist ein Schweizer Neogräzist. Bouvier studierte Klassische Philologie und moderne Sprachen an der Universität Genf und erlangte 1952 das Lizenziat. 1974 wurde er dort mit einer Dissertation über das griechische… … Deutsch Wikipedia
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
μοιρολογώ — και μυρολογώ έω και άω (ΑΜ μοιρολογῶ, έω) (νεοελλ. μνσ.) 1. θρηνώ νεκρό με μοιρολόγια 2. εκφράζω τη λύπη μου για θλιβερό γεγονός με θρήνο αρχ. λέγω σε κάποιον τη μοίρα του, προλέγω σε κάποιον τα μέλλοντα να τού συμβούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολόγος… … Dictionary of Greek